Πόσα φορτώνεσαι μέσα σου;
Πόσα είναι εκείνα που θα ήθελες να τα πεις, να τα βγάλεις από την ψυχή σου κι όμως δεν μπορείς;
Μυστικά ανομολόγητα, μυστικά θαμμένα που σε πληγώνουν όσο τίποτα.
Της Στεύης Τσούτση.
Βαρίδια στα πόδια που απειλούν να σε πάνε στον πάτο. Σε βουλιάζουν κάθε μέρα πιο πολύ κι εσύ κουνάς τα χέρια απελπισμένα. Παλεύεις μόνος να σωθείς αλλά δε γίνεται τίποτα.
Μετατρέπεις το απελπισμένο κούνημα των χεριών σου σε υποκριτικό χαιρετισμό για τους άλλους, προσποιείσαι ότι δεν τρέχει τίποτα και επιστρέφεις στην προσωπική σου κόλαση.
Εσύ και τα μυστικά σου κάνετε καλή παρέα χρόνια τώρα. Έχουν μαύρα φτερά και κέρατα. Έχουν κοφτερά νύχια που μπήγωνονται στο δέρμα σου και σε πληγώνουν. Είναι οι προσωπικοί σου δαίμονες. Εσύ τους έφτιαξες, εσύ τους κράτησες, εσύ και τους υπομένεις. Μονάχος πορεύεσαι μαζί τους. Σε ρίχνουν, σηκώνεσαι και συνεχίζεις. Μέχρι να σε ξαναρίξουν καταγής.
Κι αυτό το λες ζωή. Και τη μισείς τη ζωή σου. Την ήθελες καλύτερη. Αλλιώς την ονειρεύτηκες. Ειλικρίνεια ήθελες και καθαρή ψυχή. Μήτε ψέματα, μήτε μυστικά. Ποτέ δε θέλησες να υποκριθείς άλλο από αυτό που είσαι, άλλο από αυτό που θέλεις να είσαι. Κι όσα ποτέ δε θέλησες, αυτά φορτώθηκες κατάσαρκα.
Πονάς.
Αυτή η μαυρίλα της ψυχής έρχεται και σου θολώνει τα μάτια. Κλαις. Κρυφά από όλους ή και φανερά καμιά φορά, αυτό το ανέμελο παιδί που είσαι για όλους, κλαίει.
Κι ίσως και να απορούν όσοι σε βλέπουν. Ίσως να σε λένε κι αχάριστο πλάσμα που κλαις ενώ έχεις τα πάντα.
Πού να ήξεραν το τίποτα που σου ανήκει. Πού να φαντάζονταν τα άγρυπνα βράδια σου, τα γεμάτα μυστικά και λάθη.
Έχεις κάνει λάθη, δεν το αρνείσαι. Το πιο μεγάλο σου ήταν και είναι που νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις όλα δίχως βοήθεια.
Μωρέ δεν παλεύεται η ζωή χωρίς ένα χέρι να σε πιάσει στα σκοτάδια. Κι ας μη σε κρατήσει να μη βουλιάξεις. Ας μην κάνει τίποτα για να διορθώσει την κατάστασή σου. Αρκεί που θα νιώσεις τη ζεστασιά του στα σκοτάδια σου. Αρκεί που θα το νιώσεις εκεί και θα σου πάρει για λίγο το φόβο μακριά.
Κανείς δεν πορεύεται μοναχός του, κατάλαβέ το. Μπορεί κάποτε να πίστεψες το αντίθετο. Αλλά δεν είναι αλήθεια και το έμαθες με τον πιο ζόρικο τρόπο.
Να το μοιράζεσαι το βάρος της ψυχής σου, μάτια μου. Να το παραδέχεσαι το φορτίο σου, μην προσποιείσαι πως δεν υπάρχει. Και κάτι θα γίνει.
Μέσα σου, γύρω σου, παντού.
Κάποιο δειλό φως θα έρθει να σπάσει το σκοτάδι σου. Το σκοτάδι του ενός, δυο μαζί το κάνουν φως, είπε ο Μπάμπης μια φορά.
Τραγούδησέ το σιγανά από μέσα σου και πίστεψέ το.
Κι αν λες ότι μόνο ένα θαύμα σε σώζει, πίστεψε σε αυτό.
Πίστεψε και θα γενεί…
Πηγή
Πόσα είναι εκείνα που θα ήθελες να τα πεις, να τα βγάλεις από την ψυχή σου κι όμως δεν μπορείς;
Μυστικά ανομολόγητα, μυστικά θαμμένα που σε πληγώνουν όσο τίποτα.
Της Στεύης Τσούτση.
Βαρίδια στα πόδια που απειλούν να σε πάνε στον πάτο. Σε βουλιάζουν κάθε μέρα πιο πολύ κι εσύ κουνάς τα χέρια απελπισμένα. Παλεύεις μόνος να σωθείς αλλά δε γίνεται τίποτα.
Μετατρέπεις το απελπισμένο κούνημα των χεριών σου σε υποκριτικό χαιρετισμό για τους άλλους, προσποιείσαι ότι δεν τρέχει τίποτα και επιστρέφεις στην προσωπική σου κόλαση.
Εσύ και τα μυστικά σου κάνετε καλή παρέα χρόνια τώρα. Έχουν μαύρα φτερά και κέρατα. Έχουν κοφτερά νύχια που μπήγωνονται στο δέρμα σου και σε πληγώνουν. Είναι οι προσωπικοί σου δαίμονες. Εσύ τους έφτιαξες, εσύ τους κράτησες, εσύ και τους υπομένεις. Μονάχος πορεύεσαι μαζί τους. Σε ρίχνουν, σηκώνεσαι και συνεχίζεις. Μέχρι να σε ξαναρίξουν καταγής.
Κι αυτό το λες ζωή. Και τη μισείς τη ζωή σου. Την ήθελες καλύτερη. Αλλιώς την ονειρεύτηκες. Ειλικρίνεια ήθελες και καθαρή ψυχή. Μήτε ψέματα, μήτε μυστικά. Ποτέ δε θέλησες να υποκριθείς άλλο από αυτό που είσαι, άλλο από αυτό που θέλεις να είσαι. Κι όσα ποτέ δε θέλησες, αυτά φορτώθηκες κατάσαρκα.
Πονάς.
Αυτή η μαυρίλα της ψυχής έρχεται και σου θολώνει τα μάτια. Κλαις. Κρυφά από όλους ή και φανερά καμιά φορά, αυτό το ανέμελο παιδί που είσαι για όλους, κλαίει.
Κι ίσως και να απορούν όσοι σε βλέπουν. Ίσως να σε λένε κι αχάριστο πλάσμα που κλαις ενώ έχεις τα πάντα.
Πού να ήξεραν το τίποτα που σου ανήκει. Πού να φαντάζονταν τα άγρυπνα βράδια σου, τα γεμάτα μυστικά και λάθη.
Έχεις κάνει λάθη, δεν το αρνείσαι. Το πιο μεγάλο σου ήταν και είναι που νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις όλα δίχως βοήθεια.
Μωρέ δεν παλεύεται η ζωή χωρίς ένα χέρι να σε πιάσει στα σκοτάδια. Κι ας μη σε κρατήσει να μη βουλιάξεις. Ας μην κάνει τίποτα για να διορθώσει την κατάστασή σου. Αρκεί που θα νιώσεις τη ζεστασιά του στα σκοτάδια σου. Αρκεί που θα το νιώσεις εκεί και θα σου πάρει για λίγο το φόβο μακριά.
Κανείς δεν πορεύεται μοναχός του, κατάλαβέ το. Μπορεί κάποτε να πίστεψες το αντίθετο. Αλλά δεν είναι αλήθεια και το έμαθες με τον πιο ζόρικο τρόπο.
Να το μοιράζεσαι το βάρος της ψυχής σου, μάτια μου. Να το παραδέχεσαι το φορτίο σου, μην προσποιείσαι πως δεν υπάρχει. Και κάτι θα γίνει.
Μέσα σου, γύρω σου, παντού.
Κάποιο δειλό φως θα έρθει να σπάσει το σκοτάδι σου. Το σκοτάδι του ενός, δυο μαζί το κάνουν φως, είπε ο Μπάμπης μια φορά.
Τραγούδησέ το σιγανά από μέσα σου και πίστεψέ το.
Κι αν λες ότι μόνο ένα θαύμα σε σώζει, πίστεψε σε αυτό.
Πίστεψε και θα γενεί…
Πηγή