Έτσι σου έμαθαν απ’ το δημοτικό, δε φταις εσύ.
Λίγο το μάθημα των θρησκευτικών κι ο Χριστούλης που συμβούλευε στα χαστούκια να γυρίζουμε και το άλλο μάγουλο, λίγο η μαμά σου που σε όρκιζε να μην μπλέκεις σε φασαρίες μα να προσπαθείς να λύσεις τις διαφωνίες σου με όμορφο και πολιτισμένο διάλογο, λίγο η γιαγιά σου που σε έβαζε να τρως με το ζόρι σπανάκι για να δυναμώσεις αγνοώντας επιδεικτικά πως κατάπινες με αηδία «για το καλό σου», δεν ήθελε και πολύ να γίνει το κακό.
Μεγάλωσες κι έγινες κι εσύ «καθώς πρέπει» όπως όλοι. Έμαθες να μη χαλάς την καρδιά κανενός, να είσαι «καλό παιδί» ακόμα και τώρα που μόνο παιδί δεν είσαι, να μην τρέχεις για να μην ανησυχήσουν οι άλλοι που έπεσες και μάτωσες τα γόνατά σου και να βρίσκεις δικαιολογίες για να δικαιολογήσεις όλους εκείνους που σε πληγώνουν, από φόβο μήπως η διαίσθησή σου έρθει κανένα βράδυ στον ύπνο σου με ανθρώπινη μορφή και σου κουνήσει το δάχτυλο στα μούτρα λέγοντάς σου με ύφος «στα ‘λεγα εγώ».
Επιμένεις λοιπόν και σαν να μην έφτανε αυτό, υπομένεις κιόλας. Επιμένεις να ζεις περιμένοντας, να ονειρεύεσαι σε μέρη ρημαγμένα, να θεωρείς πως τα πράγματα θ’ αλλάξουν μαγικά, πως θα εκτιμηθείς, πως το πλήρωμα του χρόνου θα σε βγάλει νικητή, γι’ αυτό και υπομένεις· υπομένεις ανάξια φερσίματα, προσπαθείς να δεις το καλό πίσω από κακές συμπεριφορές και λες αυτή τη μισητή φράση πρωί, μεσημέρι, βράδυ, σαν αντιβίωση: «Δεν πειράζει».
Ώσπου έρχεται εκείνη η στιγμή, η υπέροχη, η λυτρωτική που επιτέλους «πειράζει»· που αποφασίζεις πως στη ζωή σου μαριονέτα και μαριονετίστας είσαι εσύ και να σου πάνε στο διάολο κι εκείνοι και τα άλυτά τους θέματα, αρκεί να ξαναβρείς την ησυχία σου.
Ξενέρωμα το λένε κι έρχεται μόνο του, απ’ τη μια μέρα στην άλλη, μα κι ακάλεστο δεν το λες καθώς όλο και κάποια σκατοσυμπεριφορά το προκάλεσε με την επαναληπτικότητά της. Μη μασάς που θα πάνε να σου παραστήσουν τους έκπληκτους για να αντιστρέψουν τους όρους τώρα που σε είδαν να έρχεσαι στα συγκαλά σου και πάνω απ’ όλα μην τους λυπάσαι, άλλωστε ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν και σε ποιον.
Δε σου έφταιγαν αυτοί εδώ όμως, εδώ που τα λέμε. Αυτοί έτσι ξέρουν να φέρονται, να σε τεστάρουν μέχρι να δουν ως πού φτάνουν οι αντοχές σου και να χαμογελάνε με ευτυχία κάθε που σου πλασάρουν τη χειριστικότητά τους για συναίσθημα. Θα σου κάνουν λοιπόν κάτι λίγα στην αρχή που θα σε ενοχλήσουν μα θα παραβλέψεις για χάρη των τύπων. Μετά θα προχωρήσουν το παιχνίδι τους λίγο παραπάνω κι όσο περισσότερη κατανόηση δείξεις άλλο τόσο θα σε φέρουν στα όριά σου αναγκάζοντάς σε να τα επαναπροσδιορίσεις, λίγο πιο απλωτά αυτή τη φορά για να μη στριμώχνεται ο σαδισμός τους στα στενά τους πέριξ.
Μην ανησυχείς όμως, επειδή πάντα έρχεται εκείνη η μέρα. Η μέρα που ξυπνάς και συνειδητοποιείς πως σου τελείωσαν τα «δεν πειράζει». Παίρνεις λοιπόν απόφαση πως όταν δεν αλλάζει η συμπεριφορά των άλλων πρέπει να αλλάξει η δική σου και ξαφνικά όλα μοιάζουν πιο εύκολα. Αφήνεις πίσω δουλειές, ανθρώπους κι άρρωστες καταστάσεις καθώς αντιλαμβάνεσαι πικρά πως και να τους χάσεις δεν έχεις να χάσεις. Να σου λείψει τι; Χειρισμοί και δήθεν εγκεφαλικά παιχνίδια με ρίζα μια παράνοια που μόνο σκοπό είχε να σε εξοντώσει;
Βαρίδια είναι αυτοί οι άνθρωποι. Τους κουβαλάς στην πλάτη και στα πόδια και νιώθεις κι εσύ διακόσια κιλά παραπάνω κι όση (σκόπιμη) χαρά κι αν σου προσφέρουν, πόσο να την απολαύσεις όταν δεν μπορείς να σύρεις το σώμα σου απ’ το ένα μέρος στο άλλο; Τους ξεφορτώνεσαι μια μέρα και κατανοείς επιτέλους πως δεν ήσουν εσύ το πρόβλημα. Ζεις τότε τη ζωή σου ήρεμα κι απερίσπαστα, χωρίς εκείνη την ανεξήγητη ενοχή που αναρωτιόσουν από πού ξεφύτρωσε.
Να τα λες τα «δεν πειράζει» σου, χρειάζονται· να τα λες επειδή η καρδιά σου είναι πιο μεγάλη απ’ τη λογική σου, επειδή η ζωή δεν είναι μια ευθεία γραμμή, επειδή οι σχέσεις δεν είναι ασπρόμαυρες. Να τα λες καθώς η συναισθηματική σου νοημοσύνη είναι αρκετά υψηλή ώστε να γνωρίζεις πως δεν ξέρουν όλοι οι άνθρωποι να δίνονται, πως καμιά φορά κάνουν λάθη κι εσύ να δείχνεις κατανόηση επειδή δε γεννήθηκες δικαστής μα άνθρωπος που ξέρει πως οι άλλοι μπορεί καμιά φορά να σε πληγώσουν και κατά λάθος.
Να μη μένεις όμως μόνο εκεί, επειδή δεν είναι πάντα έτσι. Να μάθεις να αναγνωρίζεις τα σημάδια πως κάτι δεν πάει καλά, να μην αγνοείς την ψυχή σου που σφίγγεται, να μην υποφέρεις επαναλαμβανόμενα για κανέναν που σου προσφέρει χαρά μόνο όταν τον βολεύει και να σταματήσεις να βρίσκεις δικαιολογίες για όσα σε πληγώνουν επειδή θα ήθελες πολύ να κρύβεται κάτι όμορφο πίσω από αυτό. Επειδή, ξέρεις κάτι; Σπάνια κρύβεται.
Σκληρό ναι, αλλά είναι αλήθεια, κι αν άντεξες τόσο καιρό με μισά ενδιαφέροντα χάρισε τους ολόκληρες αδιαφορίες και μην το πολυσυζητάς. Άλλωστε ένα δεν πρέπει να ξεχνάς· πως εκείνοι ουδέποτε σου ζήτησαν συγγνώμη που σε έσπασαν, άρα κι εσύ δεν τους οφείλεις καμία συγγνώμη αν δεν τους αρέσει ο τρόπος που επέλεξες να κολλήσεις τα κομμάτια σου.
Γράφει η Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Πηγή
Λίγο το μάθημα των θρησκευτικών κι ο Χριστούλης που συμβούλευε στα χαστούκια να γυρίζουμε και το άλλο μάγουλο, λίγο η μαμά σου που σε όρκιζε να μην μπλέκεις σε φασαρίες μα να προσπαθείς να λύσεις τις διαφωνίες σου με όμορφο και πολιτισμένο διάλογο, λίγο η γιαγιά σου που σε έβαζε να τρως με το ζόρι σπανάκι για να δυναμώσεις αγνοώντας επιδεικτικά πως κατάπινες με αηδία «για το καλό σου», δεν ήθελε και πολύ να γίνει το κακό.
Μεγάλωσες κι έγινες κι εσύ «καθώς πρέπει» όπως όλοι. Έμαθες να μη χαλάς την καρδιά κανενός, να είσαι «καλό παιδί» ακόμα και τώρα που μόνο παιδί δεν είσαι, να μην τρέχεις για να μην ανησυχήσουν οι άλλοι που έπεσες και μάτωσες τα γόνατά σου και να βρίσκεις δικαιολογίες για να δικαιολογήσεις όλους εκείνους που σε πληγώνουν, από φόβο μήπως η διαίσθησή σου έρθει κανένα βράδυ στον ύπνο σου με ανθρώπινη μορφή και σου κουνήσει το δάχτυλο στα μούτρα λέγοντάς σου με ύφος «στα ‘λεγα εγώ».
Επιμένεις λοιπόν και σαν να μην έφτανε αυτό, υπομένεις κιόλας. Επιμένεις να ζεις περιμένοντας, να ονειρεύεσαι σε μέρη ρημαγμένα, να θεωρείς πως τα πράγματα θ’ αλλάξουν μαγικά, πως θα εκτιμηθείς, πως το πλήρωμα του χρόνου θα σε βγάλει νικητή, γι’ αυτό και υπομένεις· υπομένεις ανάξια φερσίματα, προσπαθείς να δεις το καλό πίσω από κακές συμπεριφορές και λες αυτή τη μισητή φράση πρωί, μεσημέρι, βράδυ, σαν αντιβίωση: «Δεν πειράζει».
Ώσπου έρχεται εκείνη η στιγμή, η υπέροχη, η λυτρωτική που επιτέλους «πειράζει»· που αποφασίζεις πως στη ζωή σου μαριονέτα και μαριονετίστας είσαι εσύ και να σου πάνε στο διάολο κι εκείνοι και τα άλυτά τους θέματα, αρκεί να ξαναβρείς την ησυχία σου.
Ξενέρωμα το λένε κι έρχεται μόνο του, απ’ τη μια μέρα στην άλλη, μα κι ακάλεστο δεν το λες καθώς όλο και κάποια σκατοσυμπεριφορά το προκάλεσε με την επαναληπτικότητά της. Μη μασάς που θα πάνε να σου παραστήσουν τους έκπληκτους για να αντιστρέψουν τους όρους τώρα που σε είδαν να έρχεσαι στα συγκαλά σου και πάνω απ’ όλα μην τους λυπάσαι, άλλωστε ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν και σε ποιον.
Δε σου έφταιγαν αυτοί εδώ όμως, εδώ που τα λέμε. Αυτοί έτσι ξέρουν να φέρονται, να σε τεστάρουν μέχρι να δουν ως πού φτάνουν οι αντοχές σου και να χαμογελάνε με ευτυχία κάθε που σου πλασάρουν τη χειριστικότητά τους για συναίσθημα. Θα σου κάνουν λοιπόν κάτι λίγα στην αρχή που θα σε ενοχλήσουν μα θα παραβλέψεις για χάρη των τύπων. Μετά θα προχωρήσουν το παιχνίδι τους λίγο παραπάνω κι όσο περισσότερη κατανόηση δείξεις άλλο τόσο θα σε φέρουν στα όριά σου αναγκάζοντάς σε να τα επαναπροσδιορίσεις, λίγο πιο απλωτά αυτή τη φορά για να μη στριμώχνεται ο σαδισμός τους στα στενά τους πέριξ.
Μην ανησυχείς όμως, επειδή πάντα έρχεται εκείνη η μέρα. Η μέρα που ξυπνάς και συνειδητοποιείς πως σου τελείωσαν τα «δεν πειράζει». Παίρνεις λοιπόν απόφαση πως όταν δεν αλλάζει η συμπεριφορά των άλλων πρέπει να αλλάξει η δική σου και ξαφνικά όλα μοιάζουν πιο εύκολα. Αφήνεις πίσω δουλειές, ανθρώπους κι άρρωστες καταστάσεις καθώς αντιλαμβάνεσαι πικρά πως και να τους χάσεις δεν έχεις να χάσεις. Να σου λείψει τι; Χειρισμοί και δήθεν εγκεφαλικά παιχνίδια με ρίζα μια παράνοια που μόνο σκοπό είχε να σε εξοντώσει;
Βαρίδια είναι αυτοί οι άνθρωποι. Τους κουβαλάς στην πλάτη και στα πόδια και νιώθεις κι εσύ διακόσια κιλά παραπάνω κι όση (σκόπιμη) χαρά κι αν σου προσφέρουν, πόσο να την απολαύσεις όταν δεν μπορείς να σύρεις το σώμα σου απ’ το ένα μέρος στο άλλο; Τους ξεφορτώνεσαι μια μέρα και κατανοείς επιτέλους πως δεν ήσουν εσύ το πρόβλημα. Ζεις τότε τη ζωή σου ήρεμα κι απερίσπαστα, χωρίς εκείνη την ανεξήγητη ενοχή που αναρωτιόσουν από πού ξεφύτρωσε.
Να τα λες τα «δεν πειράζει» σου, χρειάζονται· να τα λες επειδή η καρδιά σου είναι πιο μεγάλη απ’ τη λογική σου, επειδή η ζωή δεν είναι μια ευθεία γραμμή, επειδή οι σχέσεις δεν είναι ασπρόμαυρες. Να τα λες καθώς η συναισθηματική σου νοημοσύνη είναι αρκετά υψηλή ώστε να γνωρίζεις πως δεν ξέρουν όλοι οι άνθρωποι να δίνονται, πως καμιά φορά κάνουν λάθη κι εσύ να δείχνεις κατανόηση επειδή δε γεννήθηκες δικαστής μα άνθρωπος που ξέρει πως οι άλλοι μπορεί καμιά φορά να σε πληγώσουν και κατά λάθος.
Να μη μένεις όμως μόνο εκεί, επειδή δεν είναι πάντα έτσι. Να μάθεις να αναγνωρίζεις τα σημάδια πως κάτι δεν πάει καλά, να μην αγνοείς την ψυχή σου που σφίγγεται, να μην υποφέρεις επαναλαμβανόμενα για κανέναν που σου προσφέρει χαρά μόνο όταν τον βολεύει και να σταματήσεις να βρίσκεις δικαιολογίες για όσα σε πληγώνουν επειδή θα ήθελες πολύ να κρύβεται κάτι όμορφο πίσω από αυτό. Επειδή, ξέρεις κάτι; Σπάνια κρύβεται.
Σκληρό ναι, αλλά είναι αλήθεια, κι αν άντεξες τόσο καιρό με μισά ενδιαφέροντα χάρισε τους ολόκληρες αδιαφορίες και μην το πολυσυζητάς. Άλλωστε ένα δεν πρέπει να ξεχνάς· πως εκείνοι ουδέποτε σου ζήτησαν συγγνώμη που σε έσπασαν, άρα κι εσύ δεν τους οφείλεις καμία συγγνώμη αν δεν τους αρέσει ο τρόπος που επέλεξες να κολλήσεις τα κομμάτια σου.
Γράφει η Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Πηγή