
Της Μαρίας Ιατρίδη
Η ώρα είναι 3:31 ξημερώματα Κυριακής. Βρίσκομαι μέσα στο αυτοκίνητο με τη μουσική τέρμα. Έξω από το σπίτι μου. Και δε λέω να μπω. Το αλάρμ δεν το ‘χω σβήσει. Ποτέ δεν είσαι πραγματικά σίγουρος αν θες να μείνεις ή να φύγεις. Να μπεις στην ασφάλεια του σπιτιού σου ή να πας να ξαναδώσεις κάπου κάποιο κομμάτι σου. Το μαχαίρι το ‘χεις πάντα εύκαιρο. Προσέχεις, λες. Κόβεις λίγο λίγο, γύρω γύρω. Αλλά μοιράζεις απλόχερα. Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια και το αλάρμ όλο και εξασθενούσε. Ώσπου έσβησε τελείως. Έμεινες από μπαταρία. Είχες δώσει τόσα κομμάτια σου, που αποδυναμώθηκες. Και τώρα υπήρχε το εξής δίλημμα. Θα πας σπίτι σου να κοιμηθείς και να ονειρευτείς αυτά που δεν μπορείς να ζήσεις ή θα πας με τα πόδια μέσα στη νύχτα να αναζητήσεις ένα φως; Το φως σου.
Πάντα ήθελες να ονειρεύεσαι με ανοιχτά τα μάτια… Κι εκεί που ήσουν έτοιμος να τρέξεις πάλι προς το άγνωστο, έπεσε το βλέμμα σου στο STOP στο τέρμα του δρόμου. Με την εναλλαγή του αλάρμ, το έβλεπες ανά δευτερόλεπτο φωτισμένο να σου φωνάζει να σταματήσεις! Να μην πας πουθενά! Τα κομμάτια που έδινες δεν είχαν επιστραφεί ποτέ. Τι πας να ξαναδώσεις τώρα; Έσβησες το αλάρμ, βγήκες από το αμάξι και το κλείδωσες. Πλησίασες το STOP και του φώναξες: «Πάω να τα πάρω πίσω!». Ποιος είπε ότι τα κομμάτια σου χάνονται παντοτινά; Εσύ απλώς δεν τα έχεις ζητήσει πίσω. Με πολύ κόπο κατάφερες να τα μαζέψεις. Και ήρθε η ώρα να επανατοποθετηθούν. Είχες ξεχάσει όμως τη θέση τους. Είχες ξεχάσει τη θέση σου. Η θέση σου είναι στο νούμερο 1. Για κανέναν και για τίποτα πιο χαμηλά.
Όσο και να προσπαθούσες να ενώσεις τα κομμάτια του παζλ της καρδιάς σου, ήταν αδύνατον. Είχαν αλλάξει. Είχες αλλάξει. Τα έκλεισες σε έναν φάκελο, το καθένα ξεχωριστά και τα έστειλες πίσω. Από τη στιγμή που χαρίζεις κάτι, δεν έχει νόημα να το ζητάς πίσω. Εξάλλου δεν τα είχες ανάγκη πια. Άρχισες να σε ξαναδημιουργείς. Από την αρχή. Η αρχή λένε είναι το ήμισυ του παντός. Το άλμα σου ήταν όντως τεράστιο. Είχες τελικά ακόμα πολύ δύναμη κι ας ήσουνα μισή. Ο ουρανός άρχισε δειλά δειλά να φωτίζεται. Ξημέρωνε. Ξημέρωνες. Τα σύννεφα είχαν εξαφανιστεί. Μπήκες στο σπίτι σου και βγήκες από το αδιέξοδο που βρισκόσουν τόσο καιρό. Δεν ξανακοίταξες το ρολόι να δεις τι ώρα είναι. Ήξερες. Ήταν η ώρα ΣΟΥ…
αναπνοές