Σε θυμήθηκα τις προάλλες. Είχες καιρό να περάσεις από το μυαλό μου, με αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον.
Καθόμουν και χάζευα κάτι φωτογραφίες στο δωμάτιό μου, κολλημένες στον απέναντι τοίχο μέχρι που το μάτι μου έπεσε σε μία δική σου. Την είχα βάλει κάτω κάτω, επίτηδες. Δεν ήθελα να την βλέπω. Δεν ήθελα να είναι εύκολα προσβάσιμη. Να όμως που το άτιμο το μάτι μου βρήκε για ακόμα μία φορά στόχο.
Πλησίασα, λοιπόν, και την κοίταξα καλύτερα, ή μάλλον σε κοίταξα καλύτερα. Αυτό το πρόσωπο που το έχω κοιτάξει χιλιάδες φορές και σε εκατοντάδες διαφορετικές στιγμές. Αυτό το πρόσωπο το άλλοτε τόσο αγαπητό τώρα φαντάζει ξένο. Χαμογέλασα. Έκλεισα τα μάτια μου και ανέτρεξα στο πρώτο βράδυ που σε γνώρισα -τρία χρόνια πίσω και όμως μου φαίνεται σαν μια ολόκληρη ζωή- χαμογελαστός όπως και στη φωτογραφία με μάτια που έλαμπαν. Και έπειτα ανέτρεξα σε κάθε βράδυ και πρωί έκτοτε. Θυμήθηκα την κάθε μέρα ξεχωριστά, είτε σε έβλεπα είτε όχι. Είτε ήμασταν κοντά είτε όχι. Κάθε μικρή στιγμή που πέρασα μαζί σου. Κάθε στιγμή που απόλαυσα ή που πραγματικά σιχάθηκα.
Άνοιξα τα μάτια μου. Σε κοίταξα και σου χαμογέλασα ακόμη μία φορά. Και έπειτα σου απεύθυνα τον λόγο. “Πες μου γιατί. Για ποιο λόγο ξεκίνησες τόσο υποσχόμενα και κατέληξες να με κάνεις να μην θέλω να σε βλέπω; Γιατί ήσουν τόσο μαγικός από την πρώτη στιγμή και στην πορεία μεταμορφώθηκες σε απεχθές τέρας;”. Συνειδητοποίησα ότι μιλάω μόνη μου σε μία φωτογραφία και για μία ακόμα φορά γέλασα με τα χάλια μου. Εκεί με έχεις καταντήσει, να μιλάω μόνη μου και να γελάω με τον εαυτό μου.
Αλλά δεν πειράζει, χαλάλι σου μία τελευταία φορά εξευτελισμού. Το πήρα απόφαση πλέον, δεν μου κάνεις. Ή μάλλον δεν το πήρα απόφαση, το κατάλαβα. Κατάλαβα πόσο διαφορετικοί είμαστε, σε πόσο διαφορετικούς κόσμους ζούμε. Και μην ακούς αυτά που λένε πως τα ετερώνυμα έλκονται, αηδίες θα σου πω εγώ. Έλκονται για λίγο, μετά βαριούνται. Έτσι και εγώ με εσένα. Με ενθουσίασες, μου έδειξες κάτι το οποίο δεν είχα γνωρίσει πριν και μετά από λίγο, το απόλυτο κενό. Η απόλυτη βαρεμάρα. Καθόμουν σε κοιτούσα, με κοιτούσες και επικρατούσε η απόλυτη σιωπή. Και όχι η όμορφη σιωπή, αυτή στην οποία δεν χρειάζεται να πεις τίποτα γιατί τα μάτια κάνουν όλη την δουλειά, η άλλη, η ύπουλη που σε κάνει να δεις πόσο λάθος είναι όλο αυτό.
Κοίταξα για μία ακόμη φορά την φωτογραφία σου. Χαμογέλασα, έκλεισα τα μάτια και κράτησα στο μυαλό μου όλες μας τις όμορφες στιγμές. Τις άσχημες τις έχω διαγράψει να το ξέρεις. Πλησίασα στον τοίχο και σιγά σιγά ξεκόλλησα την φωτογραφία σου από την θέση της. Αρκετά με βασάνισες κολλημένος εκεί απέναντι από το κρεβάτι μου να με κοιτάς με αυτά τα μάτια που τόσο λάτρεψα. Την κράτησα για λίγο στο στήθος μου και έπειτα προσεκτικά την έβαλα μέσα σε ένα συρτάρι. Αυτό ήταν, ούτε δάκρυα ούτε στεναχώριες. Θα σε ξαναβρώ κάποια στιγμή τυχαία, ψάχνοντας για κάτι τελείως άσχετο προς το παρόν αντίο!