Δεν ξέρω πώς να στο περιγράψω. Ήτανε για να γίνει. Ήταν γραφτό. Έτσι δε λένε; Η μοίρα το θέλησε, τα άστρα συνωμότησαν κι όλες αυτές οι μπούρδες.
Συχώρα με. Ξέρεις πως δυσκολεύομαι να εκφραστώ. Παίρνω όμως την ευκαιρία μου να σου πω ένα-δυο λόγια. Αυτά που δε σου λέω κάθε μέρα. Αυτά που ίσως θα έπρεπε να τα ακούς πιο συχνά.
Μπήκες στη ζωή μου σε μια πολύ παράξενη στιγμή. Ανασφαλής κι αναποφάσιστος εγώ. Αφημένος σε μια καθημερινότητα που δε μου άρμοζε. Προσπαθώντας να ξεπεράσω έναν τελειωμένο έρωτα. Ήρθες και μου άναψες τη φλόγα μέσα μου και τα ‘καψες όλα.
Ας λέμε αλήθειες όμως. Μου πήρε πολύ καιρό για να σε προσέξω. Σε είδα σ’ εκείνο το φεστιβάλ. Θυμάσαι; Με το ζόρι είχα πάει. Βαριόμουνα. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν εκείνο το βράδυ. Κι όπως καθόμουν ήσυχα κι έστριβα το τσιγάρο μου βλέπω μια μεθυσμένη να πετάει τα παπούτσια και να αρχίζει να χορεύει έξαλλα μπροστά μου. Το θυμάμαι και γελάω ακόμη. Τον αγλέορα είχες πιει εκείνη τη μέρα.
Δεν έμαθα ποτέ το όνομά σου. Ούτε με ενδιέφερε. Έφυγα. Για μια στιγμή κοίταξα πίσω φεύγοντας και σε είδα ακίνητη σαν στήλη άλατος να με βλέπεις. Γέλασα ακόμα πιο δυνατά κι εξαφανίστηκα. Όμως κάποια δύναμη, μάλλον, που ελέγχει τον κόσμο αυτό γνώριζε καλύτερα από μένα τι θα ακολουθούσε.
Ξύπνησα την επόμενη μέρα και κάθισα στον υπολογιστή. Ανοίγω το facebook κι έχω μήνυμα από μια άγνωστη. Από σένα. «Συγγνώμη για το θέαμα, Αριάνα». Χαμογέλασα. Μ’ άρεσε. Σε ρώτησα πού με βρήκες και μου ‘πες το κλασικό. «Όποιος ψάχνει, βρίσκει, μικρέ». Δεν το ξέχασα ποτέ.
Και πάλι σ’ αγνόησα. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι γινότανε. Δεν μπορούσα να κάνω παιχνίδι. Δεν ήθελα. Ήμουν συναισθηματικά μη διαθέσιμος. Είχα περάσει πολλά διαδοχικά κακά γεγονότα κι είχα τόση σαπίλα μέσα μου εκείνο το διάστημα που δε με άφηνε να κάνω τίποτα.
Έτσι όμως είναι η ζωή. Με τα πάνω της, με τα κάτω της. Κι οι μήνες περάσαν κι αισθανόμουν πολύ καλύτερα. Άρχισα να βρίσκω τις ισορροπίες μου, να έχω στόχους. Να αφήνω πίσω μου τον έρωτα που με κατέστρεψε. Ήμουν μια χαρά. Μονάχα κάποια βράδια γυρνούσε η μοναξιά και με τσάκιζε. Αλλά ήταν μονάχα κάποια βράδια.
Εμείς οι δύο δεν είχαμε τελειώσει. Ήταν τη μέρα που κατέβηκα στο κέντρο και σε είδα κάπου στο Μοναστηράκι να χαζεύεις τα μαγαζιά. Σε κατάλαβα αμέσως. Σε θυμόμουνα. Ήσουν πιο όμορφη τελικά απ’ όσο θυμόμουν. Ήρθα και σου μίλησα. Ξαφνιάστηκες. Θυμηθήκαμε τα του φεστιβάλ, γελάσαμε και πήγαμε για καφέ.
Μιλήσαμε. Στην κυριολεξία γνωριστήκαμε. Ήσουν ευχάριστη, είχες πράγματα να πεις. Με έπεισες πως δεν είσαι του στιλ μου. Μετά τον καφέ ήμουν βέβαιος πως θα παραμέναμε φίλοι. Φίλοι και τίποτα περισσότερο. Αλλά μάλλον μόνον εγώ ήμουν σίγουρος γι’ αυτό.
Συνεχίσαμε να βγαίνουμε. Περνάγαμε όμορφα. Κάναμε πραγματάκια μαζί. Λάτρευα να γυρίζω μαζί σου όλη την Αθήνα. Ήμασταν αχτύπητο δίδυμο στις εξόδους. Κι εκεί που σε ’νιωθα κολλητή, το ξεστόμισες.
«Είμαι ερωτευμένη», μου είπες και με κοίταξες στα μάτια. Ακόμα θυμάμαι αυτό το βλέμμα. Ίσιο, διαπεραστικό. Μου κόπηκαν τα πόδια. Δε σε ρώτησα με ποιον ήσουν ερωτευμένη. Το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν «Γιατί;». Περνούσαμε τόσο καλά. Θα τα χαλάγαμε όλα.
Έμεινα ανέκφραστος. Έφυγες. Για δυο βδομάδες δε μιλήσαμε. Ένα βράδυ όμως θυμήθηκα τα λόγια σου. «Όποιος ψάχνει, βρίσκει, μικρέ». Ναι. Αυτό ήταν. Την αγάπη την ψάχνουμε, δε μας βρίσκει. Κι αν μας βρει πάλι εμείς πρέπει να ψάξουμε για να τη δούμε. Πόσες αγάπες περνούν, αλήθεια, αθέατες; Σε πήρα αμέσως τηλέφωνο κι η συνέχεια είναι γνωστή.
Είσαι ό,τι πιο σωστό είχα στη ζωή μου. Είσαι η Αριάνα μου που ήρθες απ΄ το διάστημα ως από μηχανής Θεός. Που με μέθυσες από έρωτα. Που δεν μπορώ να ζήσω πια χωρίς εσένα.
Φτάνει όμως. Θα με πάρουν τα κλάματα και δεν είναι του γούστου μου. Σου αφήνω αυτό το γράμμα εδώ μαζί με το δώρο σου για την επέτειό μας. Θα σε δω απόψε ζωή μου. Σε λατρεύω.
Υ.Γ. Μην τυχόν και θέλεις να συζητήσουμε όσα έγραψα, δε θυμάμαι τίποτα!
Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
pillowfights
Συχώρα με. Ξέρεις πως δυσκολεύομαι να εκφραστώ. Παίρνω όμως την ευκαιρία μου να σου πω ένα-δυο λόγια. Αυτά που δε σου λέω κάθε μέρα. Αυτά που ίσως θα έπρεπε να τα ακούς πιο συχνά.
Μπήκες στη ζωή μου σε μια πολύ παράξενη στιγμή. Ανασφαλής κι αναποφάσιστος εγώ. Αφημένος σε μια καθημερινότητα που δε μου άρμοζε. Προσπαθώντας να ξεπεράσω έναν τελειωμένο έρωτα. Ήρθες και μου άναψες τη φλόγα μέσα μου και τα ‘καψες όλα.
Ας λέμε αλήθειες όμως. Μου πήρε πολύ καιρό για να σε προσέξω. Σε είδα σ’ εκείνο το φεστιβάλ. Θυμάσαι; Με το ζόρι είχα πάει. Βαριόμουνα. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν εκείνο το βράδυ. Κι όπως καθόμουν ήσυχα κι έστριβα το τσιγάρο μου βλέπω μια μεθυσμένη να πετάει τα παπούτσια και να αρχίζει να χορεύει έξαλλα μπροστά μου. Το θυμάμαι και γελάω ακόμη. Τον αγλέορα είχες πιει εκείνη τη μέρα.
Δεν έμαθα ποτέ το όνομά σου. Ούτε με ενδιέφερε. Έφυγα. Για μια στιγμή κοίταξα πίσω φεύγοντας και σε είδα ακίνητη σαν στήλη άλατος να με βλέπεις. Γέλασα ακόμα πιο δυνατά κι εξαφανίστηκα. Όμως κάποια δύναμη, μάλλον, που ελέγχει τον κόσμο αυτό γνώριζε καλύτερα από μένα τι θα ακολουθούσε.
Ξύπνησα την επόμενη μέρα και κάθισα στον υπολογιστή. Ανοίγω το facebook κι έχω μήνυμα από μια άγνωστη. Από σένα. «Συγγνώμη για το θέαμα, Αριάνα». Χαμογέλασα. Μ’ άρεσε. Σε ρώτησα πού με βρήκες και μου ‘πες το κλασικό. «Όποιος ψάχνει, βρίσκει, μικρέ». Δεν το ξέχασα ποτέ.
Και πάλι σ’ αγνόησα. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι γινότανε. Δεν μπορούσα να κάνω παιχνίδι. Δεν ήθελα. Ήμουν συναισθηματικά μη διαθέσιμος. Είχα περάσει πολλά διαδοχικά κακά γεγονότα κι είχα τόση σαπίλα μέσα μου εκείνο το διάστημα που δε με άφηνε να κάνω τίποτα.
Έτσι όμως είναι η ζωή. Με τα πάνω της, με τα κάτω της. Κι οι μήνες περάσαν κι αισθανόμουν πολύ καλύτερα. Άρχισα να βρίσκω τις ισορροπίες μου, να έχω στόχους. Να αφήνω πίσω μου τον έρωτα που με κατέστρεψε. Ήμουν μια χαρά. Μονάχα κάποια βράδια γυρνούσε η μοναξιά και με τσάκιζε. Αλλά ήταν μονάχα κάποια βράδια.
Εμείς οι δύο δεν είχαμε τελειώσει. Ήταν τη μέρα που κατέβηκα στο κέντρο και σε είδα κάπου στο Μοναστηράκι να χαζεύεις τα μαγαζιά. Σε κατάλαβα αμέσως. Σε θυμόμουνα. Ήσουν πιο όμορφη τελικά απ’ όσο θυμόμουν. Ήρθα και σου μίλησα. Ξαφνιάστηκες. Θυμηθήκαμε τα του φεστιβάλ, γελάσαμε και πήγαμε για καφέ.
Μιλήσαμε. Στην κυριολεξία γνωριστήκαμε. Ήσουν ευχάριστη, είχες πράγματα να πεις. Με έπεισες πως δεν είσαι του στιλ μου. Μετά τον καφέ ήμουν βέβαιος πως θα παραμέναμε φίλοι. Φίλοι και τίποτα περισσότερο. Αλλά μάλλον μόνον εγώ ήμουν σίγουρος γι’ αυτό.
Συνεχίσαμε να βγαίνουμε. Περνάγαμε όμορφα. Κάναμε πραγματάκια μαζί. Λάτρευα να γυρίζω μαζί σου όλη την Αθήνα. Ήμασταν αχτύπητο δίδυμο στις εξόδους. Κι εκεί που σε ’νιωθα κολλητή, το ξεστόμισες.
«Είμαι ερωτευμένη», μου είπες και με κοίταξες στα μάτια. Ακόμα θυμάμαι αυτό το βλέμμα. Ίσιο, διαπεραστικό. Μου κόπηκαν τα πόδια. Δε σε ρώτησα με ποιον ήσουν ερωτευμένη. Το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν «Γιατί;». Περνούσαμε τόσο καλά. Θα τα χαλάγαμε όλα.
Έμεινα ανέκφραστος. Έφυγες. Για δυο βδομάδες δε μιλήσαμε. Ένα βράδυ όμως θυμήθηκα τα λόγια σου. «Όποιος ψάχνει, βρίσκει, μικρέ». Ναι. Αυτό ήταν. Την αγάπη την ψάχνουμε, δε μας βρίσκει. Κι αν μας βρει πάλι εμείς πρέπει να ψάξουμε για να τη δούμε. Πόσες αγάπες περνούν, αλήθεια, αθέατες; Σε πήρα αμέσως τηλέφωνο κι η συνέχεια είναι γνωστή.
Είσαι ό,τι πιο σωστό είχα στη ζωή μου. Είσαι η Αριάνα μου που ήρθες απ΄ το διάστημα ως από μηχανής Θεός. Που με μέθυσες από έρωτα. Που δεν μπορώ να ζήσω πια χωρίς εσένα.
Φτάνει όμως. Θα με πάρουν τα κλάματα και δεν είναι του γούστου μου. Σου αφήνω αυτό το γράμμα εδώ μαζί με το δώρο σου για την επέτειό μας. Θα σε δω απόψε ζωή μου. Σε λατρεύω.
Υ.Γ. Μην τυχόν και θέλεις να συζητήσουμε όσα έγραψα, δε θυμάμαι τίποτα!
Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
pillowfights